ἀκράδαντα

ἀκράδαντα
ἀκράδαντος
unshaken
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νοσομανία — η ιατρ. είδος υποχονδρίας κατά την οποία ο ασθενής πιστεύει ακράδαντα ότι πάσχει από όλες τις σοβαρές νόσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nosomanie < νόσος + μανία (< μανής < μαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… …   Dictionary of Greek

  • παρανοϊκός — και, μη εν χρήσει τ. παρανοιακός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράνοια ή αυτός που προσιδιάζει στην παράνοια 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο παρανοϊκός, η παρανοϊκή άτομο που πάσχει από παράνοια ή άτομο που συμπεριφέρεται σαν να… …   Dictionary of Greek

  • Τζάστροφ, Ρόμπερτ — (Jastrow). Αμερικανός αστρονόμος (1925). Γεννήθηκε από Ρωσοεβραίους γονείς που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και σπούδασε θεωρητική φυσική και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ και στο Ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”